review εκθεση ζωγραφικης ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

2014-03-10 01:41

REVIEW ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ CAMERASTYLO ON LINE

 

 

REMEMBER YOUR MORTALITY – ΕΚΘΕΣΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΥ, κριτική παρουσίαση της Νίκης Πρασσά

 

Όταν στον δρόμο σου βαδίζεις με ταλέντο και συναντάς την τέχνη, όλες οι μορφές της διασταυρώνονται για να ακολουθήσεις στην πορεία σου εκείνη που σε εμπνέει κάθε φορά περισσότερο. Ο Θάνος Ανεστόπουλος ήταν και παραμένει σπουδαίος τραγουδοποιός, γνωστός στο ευρύ κοινό από τη συμμετοχή του στο ροκ σχήμα των Διάφανων Κρίνων, και αγαπημένος ποιητής των απανταχού “(κα)ταρα(γ)μένων” ψυχών. Πρόσφατα αποφάσισε να αποκαλύψει και την πιο προσωπική του νότα, με την ιδιότητα του δημιουργού έργων επάνω σε καμβά.

“Ζωγράφος;”. Ο ίδιος το αρνείται κατηγορηματικά! “Μπορεί να ζωγραφίζω αλλά ζωγράφος δεν είμαι”, εξομολογείται. Δίσταζε άλλωστε να προχωρήσει σε αυτή την έκθεση, όχι τόσο από ψεύτικη μετριοφροσύνη -το προσωπείο της ματαιόδοξης έπαρσης – αλλά από την βεβαιότητα πως αυτή του η προσπάθεια δεν είναι επαίτης της αναγνώρισης του κόσμου. Ευτυχώς για όλους μας, φίλοι ή γνωστοί μετασχημάτισαν τη γνώμη του, κι έτσι καταφέραμε να μπούμε διακριτικά στον κόσμο όπου κρύβονται κάποιες από τις μύχιες σκέψεις του.

Στην έκθεση “Remember your mortality”, μια σειρά πινάκων φτιαγμένων από κάρβουνο, μας καλωσορίζουν στο ουσιαστικό περιεχόμενο της φράσης του Γερμανού ιδεαλιστή φιλοσόφου (Νίτσε, ως ο “πατέρας” της παραπάνω φράσης). Ο καλλιτέχνης δεν μεμψιμοιρεί για το ανθρώπινο πεπρωμένο, ούτε βρίσκει καταφύγιο στην κοινή μοίρα, τον θάνατο, αντιθέτως έχει σκοπό να υπενθυμίσει με το αναπόφευκτο του τέλους, τους χυμούς της ζωής που πρέπει να απολαμβάνουμε κάθε στιγμή, στο εδώ και στο τώρα! Το τετελεσμένο παρελθόν, το αναπόδραστο τέλος του μέλλοντος μας τρομάζουν αλλά το ατελεύτητο παρόν είναι εκείνο που περισώζει την ύπαρξη από την εσαεί ανυπαρξία της. Με τίτλους όπως “Μνησικακίες”, “Όργιο”, “Αυτοικανοποίηση”, “Αλκοολειχίες” και το προσωπικό μου αγαπημένο “Ένα κονιάκ για τον κύριο Πόε”, στεκόμαστε κιόλας υποψιασμένοι απέναντι σε σκιώδεις αναμνήσεις του ανθρώπου, έτσι όπως έχουν υποκύψει στις εξαρτησιογόνες παραισθήσεις ευτυχίας τους. Πώς να αρνειθείς την κόλαση άλλωστε όταν σου προσφέρει τον “(μ)Παράδεισο” (κατάμαυρο χιούμορ στοιχειώνει τον συγκεκριμένο πίνακα);

Εκείνο που βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στις πρωταγωνιστικές μορφές των έργων του, είναι ο τρόπος που ισορροπούν παρ’όλη την κινητικότητά τους. Άλλοτε αδρές γραμμές (“όργιο”) και άλλοτε συμπυκωμένες σχηματίζουν την ιδέα της εξορίας από την ωραιοποίηση. Επιμηκυμένες σαν την σκιά που μεγεθύνει το εγώ μας στον τοίχο όταν πέφτει μια σπιθαμή φωτός μες στο σκοτάδι (“βήμα 1,2 ,3”) ή αντίθετα βαρύθυμες (“τροφός”) σαν να χει μαζευτεί μέσα τους όλο το ειδικό βάρος μιας ενοχής, τσακίζουν πάνω στο χαρτί την πραγματικότητα της γήινης επιφάνειας. Το στίγμα του ζωγράφου αποτελεί η χαρακτηριστική κλίση όλων των μορφών προς τα κάτω. Τα σώματά του, όταν αλληλεπιδρούν έχουν την τάση να προσεγγίζουν το ένα το άλλο, αλλά είτε μέσα σε ομάδα, είτε κατά μονάς, όλα τα κεφάλια γέρνουν προς το έδαφος, σαν να υποκύπτουν αβίαστα στην μοιραία έλξη της χωμάτινης καταγωγής τους. Το ξεχωριστό ύφος του δημιουργού συμπληρώνουν οι φιγούρες που έχουν σχηματιστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να παραπέμπουν σε στοιχεία της φύσης (λ.χ στην “Αποδοχή”, η δεξιά μορφή παραπέμπει σε δέντρο).

Ανθρωπόμορφα όντα ή ζωόμορφα πλάσματα, η καταγωγή των οποίων βρίσκεται στα πρωτόλεια σχέδια του Ανεστόπουλου. Στο βίντεο που παρακολουθήσαμε να προβάλλεται στις γιγαντοοθόνες του Ιανού, με “μουσαμά” σχολικά τετράδια, χαρτοπετσέτες και όποια άλλη επίπεδη επιφάνεια βρέθηκε στο δρόμο του, ο παιδικός εφιάλτης ζωντάνεψε αλλόκοτες ιστορίες αγάπης (μαμά – μπαμπάς), ενοχής (ζυγαριά) αλλά και πολιτικοκοινωνικής απελπισίας (300 καριόληδες πηδάνε μια γαμημένη χώρα). Εάν θα ήθελες να κατατάξεις κάπου το έργο του, θα έλεγες πως είναι εμφανείς οι επιρροές του από το κίνημα των ποπ σουρεαλιστών (σαν περιεχόμενο περισσότερο και όχι τεχνοτροπία, μιας και μένει μακριά από το χρωματιστό σύμπαν τους). Ο Τιμ Μπάρτον θα μπορούσε να τον χαιρετήσει ως ισότιμο συνομιλητή του, μιας και, έτσι όπως διαδέχονταν το ένα σκίτσο το άλλο, μπορούσες να υφάνεις τον ιστό ενός γοτθικού παραμυθιού, στα χνάρια εκείνου. Μόνο που εκεί όπου ο γνωστός δημιουργός εξαντλεί τις όποιες αναφορές του σε παιδικές ανασφάλειες και υπαρξιακές αγωνίες, εδώ έχουμε την περίπτωση ενός ώριμου πλέον δημιουργού, ο οποίος φιλτράρει τις προσωπικές του πτώσεις υπό το πρίσμα μίας κάθαρσης, για να μεταφέρει το μήνυμα της απεξάρτησης σε μία κοινωνία εθισμένη σε παντός είδους σύνδρομα (από το αλκοόλ και τις ναρκωτικές ουσίες μέχρι το ίδιο το συναίσθημα του έρωτα)! Πείνα, δίψα, αγάπη, όλα επιδιώκονται να καλυφθούν με τοξικά σκουπίδια. Ο Ανεστόπουλος καταθέτει την πείρα του που απόσταξε μόνος σε ένα δωμάτιο, απέναντι στο μουσαμά, με όπλο του γυμνά χέρια, λερωμένα με κάρβουνο. Και αν οι γονείς του δεν του επέτρεπαν να διαβάζει κόμικ μικρός και η γιαγιά του τον “κλείδωσε” στον κόσμο του Ντοστογιέφσκι, και αν μαθητής καλός δεν υπήρξε, εδώ παραδίδει το μάθημα που διδάχτηκε στο σχολείο της ζωής. Πώς να αποδέχεσαι τα “πάθη” σου, αλλά και να μαθαίνεις να ζεις την κάθε στιγμή στο τώρα που σου αναλογεί, με πάθος.